Λέιντεν

Λέιντεν
(Leiden). Πόλη (117.170 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, στην επαρχία της Νότιας Ολλανδίας (Zuid-Holland, 3.445 τ. χλμ. 2.559.477 κάτ.). Είναι χτισμένη στον ποταμό Όουντε Ράιν, βραχίονα του Ρήνου, που έχει μεταβληθεί σε διώρυγα, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Απέχει 15 χλμ. από τη Χάγη και αποτελεί σημαντικό οδικό, σιδηροδρομικό και υδάτινο κόμβο, έδρα διαφόρων βιομηχανιών κονσερβών, μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, υφαντουργίας, χαρτιού και τυπογραφίας· κυρίως, όμως, είναι γνωστή για το πανεπιστήμιό της, ένα από τα παλαιότερα και διακεκριμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης (ιδρύθηκε το 1575), το οποίο ακόμα και σήμερα είναι το σημαντικότερο της χώρας. Το Λ., που είναι γενέτειρα μεγάλων ζωγράφων μεταξύ των οποίων και του Ρέμπραντ, δεν διαθέτει μνημεία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, εκτός από τη γοτθική βασιλική του Αγίου Πέτρου· αντίθετα, πλουσιότατα είναι τα μουσεία της, από τα οποία ιδιαίτερα αξιόλογα είναι το Εθνικό Μουσείο Εθνογραφίας, το Εθνικό Μουσείο της Αρχαιότητας και το Δημοτικό Μουσείο Λάκενχαλ. Ιστορία. Η πόλη, που μνημονεύεται από τον 9o αι. με την ονομασία Leithon, άρχισε να δημιουργείται ως οχυρωμένο κέντρο, η ανάπτυξή της όμως σημειώθηκε από τον 14o αι., λόγω των υφαντουργικών βιοτεχνιών που εισήχθησαν από το Βέλγιο. Επιπλέον, το 1580, με το άνοιγμα των τυπογραφείων της οικογένειας Ελζεβίρ, άρχισε η ανάπτυξη των εκδοτικών επιχειρήσεων και των γραφικών τεχνών, που με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν εξαιρετική σημασία. Η πόλη διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στον πόλεμο για την ανεξαρτησία των Κάτω Χωρών από την ισπανική κυριαρχία· το 1574 μάλιστα υπέστη σκληρότατη πολιορκία, που τερματίστηκε με την κατάκλυση της γύρω περιοχής από τα νερά, καθώς οι πολιορκούμενοι κατέστρεψαν εκούσια τα φράγματα. Απολίθωμα του μικρότερου δεινοσαύρου του κόσμου, το οποίο εκτίθεται στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας στην πόλη Λέιντεν της Ολλανδίας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βαν Λέιντεν, Λούκας — (Lucas Van Leyden, Λέιντεν 1494 – 1533). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Διδάχτηκε τη ζωγραφική από τον πατέρα του, μέτριο ζωγράφο. Νεαρός ακόμα φιλοτέχνησε την Ιστορία του αγίου Ουμβέρτου, τον πρώτο του αξιόλογο πίνακα. Επιδόθηκε επίσης και στη… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • ελζεβίρ — (ElzevierElsevier). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών εκδοτών, τυπογράφων και βιβλιοπωλών, που δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 18ου αι. Ιδρυτής του οίκου των Ε. ήταν ο Λουδοβίκος Α’ (1540 1617), ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Κάμερλινγκ, Όνες Χάικε — (Onnes Heike Kamerlingh, Γκράνιγκ 1853 – Λέιντεν 1926). Ολλανδός φυσικός. Υπήρξε πειραματικός ερευνητής εξαιρετικής ευφυΐας, που εγκαινίασε με τις εργασίες του έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της σύγχρονης φυσικής, τη φυσική των χαμηλών… …   Dictionary of Greek

  • Αντιμένους, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.).Αττικός αγγειογράφος της μελανόμορφης τεχνοτροπίας. Το πραγμα τικό του όνομα είναι άγνωστο· το συμβατικό του το οφείλει στην επιγραφή Αντιμένης καλός, που υπάρχει σε ένα αγγείο του (Μουσείο του Λέιντεν, Ολλανδία). Ο ζωγράφος αυτός …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκόγεν, Γιαν — (Jan Van Goyen, Λέιντεν 1596 – Χάγη 1656). Ολλανδός ζωγράφος. Το 1615 πήγε στο Παρίσι, όπου οι πίνακές του Παραλίες και Ερείπια προκάλεσαν αίσθηση, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν εκεί μεγάλοι τοπιογράφοι. Όταν γύρισε στην Ολλανδία,… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Βάαλς, Γιοχάνες Ντίντερικ — (Johannes Diderik Van der Waals, Λέιντεν 1837 – Άμστερνταμ 1923). Ολλανδός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1865. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1873 και έγινε καθηγητής στο Ντέβεντερ, στη Χάγη και μετά στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Γκέλινξ, Άρνολντ — (Arnold Geulincx, Αμβέρσα 1624 – Λέιντεν 1669). Φλαμανδός φιλόσοφος. Καθηγητής από το 1646 στο πανεπιστήμιο της Λουβέν, δίδαξε εκεί έως το 1658, όταν αναγκάστηκε να φύγει, γιατί υποστήριζε τις καρτεσιανές θεωρίες. Εγκαταστάθηκε τότε στο Λέιντεν,… …   Dictionary of Greek

  • Έσελινγκ, Κρίστιαν — (Christian Hesseling, Άμστερνταμ 1859 – Λέιντεν 1941). Ολλανδός βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια της πατρίδας του, παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι, όπου δίδασκε τότε ελληνικά ο …   Dictionary of Greek

  • Λα Μετρί, Ζιλιέν Οφρουά ντε- — (Julien Offray de La Mettrie, Σεν Μαλό, Γαλλία 1709 – Βερολίνο, Γερμανία 1751). Γάλλος φιλόσοφος και γιατρός. Σπούδασε στο Λέιντεν με δάσκαλο τον Μπάιρχαβε, η μηχανιστική φυσιολογία του οποίου ώθησε τον Λ.Μ. να στραφεί προς τον φιλοσοφικό υλισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”